- αφαγνισμός
- ἀφαγνισμός, ο (Μ) [αφαγνίζω]εξαγνισμός, κάθαρση.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀφαγνισμός — purification masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀφαγνισμοῖς — ἀφαγνισμός purification masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀφαγνισμόν — ἀφαγνισμός purification masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)